Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαριτωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χαριτωμέν|ος <-η, -ο> [xaritɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. χαριτωμένος (πρόσωπο, κινήσεις):

χαριτωμένος

2. χαριτωμένος (μικρό παιδάκι):

χαριτωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский