Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαμπαρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χαμπαρί|ζω <-σα> [xambaˈrizɔ] VERB αμετάβ (έχω ιδέα)

χαμπαρίζω από

II . χαμπαρί|ζω <-σα> [xambaˈrizɔ] VERB μεταβ (υπολογίζω)

χαμπαρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский