Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαμαλίκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χαμαλίκι [xamaˈlici] SUBST ουδ μτφ (βαριά δουλειά)

χαμαλίκι
Schufterei θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский