Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαίρομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χ|αίρομαι <-άρηκα> [ˈçɛrɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα (νιώθω χαρά)

II . χ|αίρομαι <-άρηκα> [ˈçɛrɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (απολαμβάνω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский