Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χέζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χέ|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈçɛzɔ] VERB αμετάβ χυδ (αποπατώ)

χέζω

II . χέ|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈçɛzɔ] VERB μεταβ χυδ (αποπατώντας λερώνω κάτι)

III . χέζομαι VERB αυτοπ ρήμα (τα κάνω πάνω μου)

Παραδειγματικές φράσεις με χέζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский