Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φόρτωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φόρτωμα [ˈfɔrtɔma] SUBST ουδ

1. φόρτωμα (φόρτωση):

το φόρτωμα του οχήματος

2. φόρτωμα (φορτίο):

φόρτωμα
Ladung θηλ

3. φόρτωμα μτφ (βάρος):

φόρτωμα
Last θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με φόρτωμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский