Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φωτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φωτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [fɔˈtizɔ] VERB μεταβ

1. φωτίζω (ρίχνω φως):

φωτίζω

2. φωτίζω μτφ (διαφωτίζω):

φωτίζω

3. φωτίζω ΘΡΗΣΚ:

φωτίζω

II . φωτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [fɔˈtizɔ] VERB αμετάβ (φέγγω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский