Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φυγαδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φυγαδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ε(υ)μένος> [fiɣaˈɛvɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский