Ελληνικά » Γερμανικά

φτερνίζομαι

φτερνίζομαι s. φταρνίζομαι

Βλέπε και: φταρνίζομαι

φταρνί|ζομαι [ftarˈnizɔmɛ], φτερνί|ζομαι [ftɛrˈnizɔmɛ] <-στηκα> VERB αυτοπ ρήμα

φταρνί|ζομαι [ftarˈnizɔmɛ], φτερνί|ζομαι [ftɛrˈnizɔmɛ] <-στηκα> VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский