Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φρέζα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φρέζα [ˈfrɛza] SUBST θηλ

1. φρέζα (εργαλείο):

φρέζα
Fräse θηλ

2. φρέζα (εξάρτημα):

φρέζα
Fräser αρσ
γωνιακή φρέζα
Faserfräser αρσ
Stirnfräser αρσ
φρέζα πατούρας
Falzfräser αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με φρέζα

γωνιακή φρέζα
φρέζα πατούρας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский