Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φουριόζος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φουριόζ|ος <-α, -ο> [fuˈri̯ɔzɔs] ΕΠΊΘ

1. φουριόζος (βιαστικός):

φουριόζος

2. φουριόζος (ευέξαπτος):

φουριόζος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский