Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φορεσιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φορεσιά [fɔrɛˈsça] SUBST θηλ

1. φορεσιά (ρούχα, ενδυμασία):

φορεσιά
Kleidung θηλ

2. φορεσιά (αστυνόμου):

φορεσιά
Uniform θηλ

3. φορεσιά (παραδοσιακή στολή):

φορεσιά
Tracht θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский