Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φασκιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φασκιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [fasˈcɔnɔ] VERB μεταβ

1. φασκιώνω (βρέφος):

φασκιώνω

2. φασκιώνω (χέρι, πόδι):

φασκιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский