Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φαρμακώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φαρμακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [farmaˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. φαρμακώνω (δηλητηριάζω):

φαρμακώνω

2. φαρμακώνω μτφ (πικραίνω):

φαρμακώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский