Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φαντάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φαντά|ζω <-ξα> [fanˈdazɔ] VERB αμετάβ

1. φαντάζω (κάνω αίσθηση):

φαντάζω

2. φαντάζω (έχω επιβλητική όψη, χτυπώ στο μάτι):

φαντάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский