Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φαινόμενο , φαινομενικός και φαινομενισμός

φαινομενικ|ός <-ή, -ό> [fɛnɔmɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ

φαινομενοκρατία [fɛnɔmɛnɔkraˈtia] SUBST θηλ, φαινομενισμός [fɛnɔmɛnizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский