Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φέξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φέξ|η <-εις> [ˈfɛksi] SUBST θηλ (φέξιμο)

φέξη
Schein αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με φέξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский