Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φέγγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φέ|γγω <-ξα> [ˈfɛŋgɔ] VERB μεταβ

II . φέ|γγω <-ξα> [ˈfɛŋgɔ] VERB αμετάβ

1. φέγγω (γενικά: λάμπα):

φέγγω

2. φέγγω (φεγγάρι, ήλιος):

φέγγω

III . φέ|γγω <-ξα> [ˈfɛŋgɔ] VERB απρόσ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский