Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπόκλιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπόκλισ|η <-εις> [iˈpɔklisi] SUBST θηλ

υπόκλιση μπροστά σε
Verbeugung θηλ vor +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский