Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποψιάζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποψιά|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [ipɔpsiˈazɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. υποψιάζομαι (κάποιον, κάτι):

υποψιάζομαι
υποψιάζομαι κάποιον για φόνο

2. υποψιάζομαι (έχω ιδέες, υποψίες):

υποψιάζομαι

Παραδειγματικές φράσεις με υποψιάζομαι

υποψιάζομαι κάποιον για φόνο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский