Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποστηρικτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποστηρικτής [ipɔstirikˈtis], υποστηριχτής [ipɔstirixˈtis] SUBST αρσ, υποστηρίχτρια [ipɔstiˈrixtria] SUBST θηλ

1. υποστηρικτής:

υποστηρικτής
Förderer αρσ (Förderin) θηλ

2. υποστηρικτής (καλλιτεχνών: που αναλαμβάνει τις δαπάνες):

υποστηρικτής
Sponsor(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский