Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποβίβαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποβιβασμός [ipɔvivazˈmɔs] SUBST αρσ, υποβίβασ|η [ipɔˈvivasi] <-εις> SUBST θηλ

1. υποβιβασμός (χαμήλωση):

Herabsetzung θηλ

2. υποβιβασμός (υποβάθμιση):

Herabstufung θηλ

3. υποβιβασμός (ταπείνωση):

Demütigung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский