Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποαπασχόληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποαπασχόλησ|η <-εις> [ipɔapasˈxɔlisi] SUBST θηλ

1. υποαπασχόληση (μερική απασχόληση):

υποαπασχόληση

2. υποαπασχόληση (ανεργία):

υποαπασχόληση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский