Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπερφορτώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπερφορτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ipɛrfɔrˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. υπερφορτώνω (όχημα, βάρκα):

υπερφορτώνω

2. υπερφορτώνω μτφ:

υπερφορτώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский