Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπερθεματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπερθεματί|ζω <-σα> [ipɛrθɛmaˈtizɔ] VERB αμετάβ

1. υπερθεματίζω (σε πλειστηριασμό):

υπερθεματίζω

2. υπερθεματίζω (υπερβάλλω):

υπερθεματίζω σε κάτι (υπερτερώ τους άλλους)

Παραδειγματικές φράσεις με υπερθεματίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский