Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπεισέρχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπεισ|έρχομαι <-ήλθα> [ipiˈsɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ (μπαίνω όπου δεν πρέπει)

υπεισέρχομαι
υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες

Παραδειγματικές φράσεις με υπεισέρχομαι

υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский