Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσόκαρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσόκαρο [ˈtsɔkarɔ] SUBST ουδ

1. τσόκαρο (ξύλινο παπούτσι):

τσόκαρο
Holzschuh αρσ

2. τσόκαρο μτφ (κουτσομπόλα):

τσόκαρο
Klatschweib ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский