Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσιτώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσιτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tsiˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. τσιτώνω (τεντώνω):

τσιτώνω

2. τσιτώνω μτφ (κάποιον):

τσιτώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский