Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσεκάρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσεκάρισμα [tsɛˈkarizma] SUBST ουδ

1. τσεκάρισμα (έλεγχος):

τσεκάρισμα
Kontrolle θηλ

2. τσεκάρισμα (σημάδεμα):

τσεκάρισμα
Abzeichnen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский