Ελληνικά » Γερμανικά

τσέχικ|ος <-η, -ο> [ˈtsɛçikɔs] ΕΠΊΘ οικ

τσέχικος

τσεχικ|ός <-ή, -ό> [tsɛçiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский