Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τροπάριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τροπάρι(ο) [trɔˈpari(ɔ)] SUBST ουδ

1. τροπάρι(ο) ΘΡΗΣΚ:

Troparion ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский