Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τριμμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τριμμέν|ος <-η, -ο> [triˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. τριμμένος (που το τρίψανε):

τριμμένος

2. τριμμένος (ρούχα):

τριμμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский