Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τριακόσοι τριακόσιοι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τριακόσ(ι)|οι <-ες, -α> [triaˈkɔsçi] NUM

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский