Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τρί|ζω <-ξα> [ˈtrizɔ] VERB αμετάβ

1. τρίζω (ξύλο):

τρίζω

2. τρίζω (δόντια):

τρίζω

II . τρί|ζω <-ξα> [ˈtrizɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με τρίζω

τρίζω τα δόντια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский