Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρήμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρήμα [ˈtrima] SUBST ουδ

τρήμα ΑΝΑΤ, ΙΑΤΡ
Foramen ουδ
ινιακό τρήμα
ινιακό τρήμα
Foramen ουδ magnum

Παραδειγματικές φράσεις με τρήμα

ινιακό τρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский