Ελληνικά » Γερμανικά

τουρκικ|ός <-ή, -ό> [turciˈkɔs] ΕΠΊΘ

τουρκικός

τούρκικ|ος <-η, -ο> [ˈturcikɔs] ΕΠΊΘ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский