Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τουλάχιστο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τουλάχιστο(ν) [tuˈlaçistɔ(n)] ΕΠΊΡΡ

1. τουλάχιστο(ν) (αν όχι παραπάνω):

τουλάχιστο(ν)
ήταν τουλάχιστο 300 άτομα

2. τουλάχιστο(ν) (ως μόνη απαίτηση):

τουλάχιστο(ν)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский