Ελληνικά » Γερμανικά

τηλεγραφητής (τηλεγραφήτρια) [tilɛɣrafiˈtis, tilɛɣraˈfitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

τηλεγραφητής (τηλεγραφήτρια)
Telegrafist(in) αρσ (θηλ)

τηλεγράφημα [tilɛˈɣrafima] SUBST ουδ

τηλεγραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [tilɛɣraˈfɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

τηλεγραφείο [tilɛɣraˈfiɔ] SUBST ουδ

τηλεγραφόξυλο [tilɛɣraˈfɔksilɔ] SUBST ουδ

1. τηλεγραφόξυλο (στύλος):

2. τηλεγραφόξυλο μτφ (άνθρωπος):

Bohnenstange θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский