Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τεχνίτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τεχνίτης (τεχνίτρια) [tɛxˈnitis, tɛxˈnitra] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

τεχνίτης (τεχνίτρια)
Handwerker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский