Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τερέτισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τερέτισμα [tɛˈrɛtizma] SUBST ουδ

1. τερέτισμα (κελάιδημα):

τερέτισμα
Zwitschern ουδ

2. τερέτισμα (σιγανό τραγούδι):

τερέτισμα
Geträller ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский