Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τεμπελιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τεμπελιά|ζω <-σα> [tɛmbɛˈʎazɔ] VERB αμετάβ

τεμπελιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский