Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τεκμηριώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τεκμηρ|ιώνω <-ίωσα, -ιώθηκα, -ιωμένος> [tɛkmiriˈɔnɔ] VERB μεταβ

τεκμηριώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский