Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταραγμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταραγμέν|ος <-η, -ο> [taraɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. ταραγμένος (θάλασσα):

ταραγμένος

2. ταραγμένος (άνθρωπος):

ταραγμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский