Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταπέτο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταπέτο [taˈpɛtɔ] SUBST ουδ

1. ταπέτο (στο σπίτι):

ταπέτο
Läufer αρσ

2. ταπέτο (στο αυτοκίνητο, για γυμναστική):

ταπέτο
Matte θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский