Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταβανώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταβανώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tavaˈnɔnɔ] VERB μεταβ

1. ταβανώνω (με σανίδες):

ταβανώνω

2. ταβανώνω (με σοβά):

ταβανώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский