Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύνεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύνεσ|η <-εις> [ˈsinɛsi] SUBST θηλ

1. σύνεση (γνώση, μυαλό):

σύνεση
Vernunft θηλ

2. σύνεση (περίσκεψη):

σύνεση
Besonnenheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский