Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σωφέρ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σωφέρ

σωφέρ s. σοφέρ

Βλέπε και: σοφέρ

σοφέρ [sɔˈfɛr] SUBST αρσ αμετάβλ, σοφερίνα [sɔfɛˈrina] SUBST θηλ

Chauffeur(in) αρσ (θηλ)
Fahrer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский