Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σωσίβιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σωσίβιο [sɔˈsiviɔ] SUBST ουδ

1. σωσίβιο (για τη μέση):

σωσίβιο
Rettungsring αρσ

2. σωσίβιο (γιλέκο):

σωσίβιο
Schwimmweste θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский