Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σωμάτιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σωμάτιο [sɔˈmatiɔ] SUBST ουδ ΒΙΟΛ

σωμάτιο
Partikel θηλ
σωμάτιο κάππα
βασικό σωμάτιο
πολικό σωμάτιο
Polarkörper αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σωμάτιο

βασικό σωμάτιο
ιοντίζον σωμάτιο
σωμάτιο κάππα
πολικό σωμάτιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский