Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σχίσμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σχίσμα [ˈsçizma] SUBST ουδ

1. σχίσμα (σχισμή):

σχίσμα
Riss αρσ

2. σχίσμα (διχογνωμία):

σχίσμα
Spaltung θηλ

3. σχίσμα ΘΡΗΣΚ:

σχίσμα
Schisma ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский